- πανάγρετος
- παν-άγρετος, ον,A taking all kinds of game,
νευρά AP6.75
(Paul. Sil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νευρά AP6.75
(Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανάγρετος — πανάγρετος, ον (Α) αυτός που συλλαμβάνει κάθε είδους θήραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + άγρετος (< ἀγρῶ), πρβλ. παλιν άγρετος] … Dictionary of Greek
πάναγρος — πάναγρος, ον (Α) αυτός που αγρεύει τα πάντα, που συλλαμβάνει κάθε είδους θήραμα, πανάγρετος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγρός (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. πολύ αγρος] … Dictionary of Greek
παναγρεύς — παναγρεύς, έως, ὁ (Α) αυτός που συλλαμβάνει κατά την άγρα οτιδήποτε, αυτός που αγρεύει τα πάντα, πανάγρετος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀγρεύς (< ἄγρα «κυνήγι»)] … Dictionary of Greek